- κάπα
- η(λ. λατ.), πανωφόρι: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα φορούν την κάπα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάπα — κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc/acc dual κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπα — και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα) φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας νεοελλ. 1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι 2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια 3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη … Dictionary of Greek
αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπάνας — καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem acc pl καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπας — κάπᾱς , κάπη crib fem acc pl κάπᾱς , κάπη crib fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπάνη — καπά̱νη , καπάνη chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπάνης — καπά̱νης , καπάνη chariot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία … Dictionary of Greek
καπάτος — καπᾱτος, ὁ (Μ) ο ντυμένος με κάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπα + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, λουλουδ άτος)] … Dictionary of Greek